- χρηέομαι
- Αιων. τ. βλ. χρῶ (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
χρώμαι — άομαι, και χρηέομαι και δωρ. τ. χρέομαι, Α βλ. χρῶ (II) … Dictionary of Greek